Μπετόβεν για τις κρίσεις πανικού, Βιβάλντι για το στρες και Μότσαρτ για τα δύσκολα προβλήματα συνιστούν οι επιστήμονες.
Η μουσική μπορεί να συμβάλει στη θεραπεία συγκεκριμένων ψυχικών ασθενειών και ψυχοσωματικών διαταραχών, εκτιμούν αμερικανοί και σκωτσέζοι επιστήμονες, οι οποίοι ζητούν από τους ασθενείς τους να ακούνε συγκεκριμένα μουσικά κομμάτια. Π.χ., ο Μπετόβεν θεωρείται κατάλληλος για την αντιμετώπιση κρίσεων πανικού, οι Ρink Floyd για την κατάθλιψη, ενώ η τζαζ γενικά θεωρείται το πλέον «θεραπευτικό» είδος μουσικής.
Όπως γράφει το “Βημα”, επιστημονική ομάδα του Πανεπιστημίου της Γλασκώβης χρησιμοποιεί ένα μείγμα ψυχολογίας και ακουστικής μηχανικής προκειμένου να εξακριβώσει κατά πόσον η μουσική μπορεί να κρύβει τη λύση πολλών ψυχολογικών παθήσεων. Αναλύουν τους στίχους, τους τόνους, ακόμη και αυτούς που κρύβονται πίσω από διάσημα ροκ και ποπ τραγούδια.
«Η επίδραση ενός κομματιού μουσικής σε έναν άνθρωπο ξεπερνά κατά πολύ αυτό που πιστεύουμε, ότι απλώς ένα γρήγορο τέμπο μπορεί να ανεβάσει τη διάθεση, ενώ ένα πιο αργό μπορεί να μας ρίξει» εξηγεί ο επικεφαλής της μελέτης Ντον Νοξ, προσθέτοντας ότι «η μουσική εκφράζει συναίσθημα μέσα από πολλούς παράγοντες, όπως ο τόνος, η δομή και τα άλλα χαρακτηριστικά ενός κομματιού, ενώ και οι στίχοι μπορεί να έχουν μεγάλη επίδραση».
Ετσι η μουσική συγκροτημάτων όπως οι Ρink Floyd (και ειδικά τα άλμπουμ τους «Wish Υou Were Ηere» και «Τhe Dark Side Οf Τhe Μoon»), το άλμπουμ «Cold Τurkey» του Τζον Λένον και το κομμάτι «What Α Wonderful World» του Λούις Αρμστρονγκ θεωρούνται «ανεβαστικά» της διάθεσης. Αντιθέτως, τα «Αnother Οne Βites Τhe Dust» των Queen, «Εverybody Ηurts» των RΕΜ και «Cigarettes and Αlcohol» των Οasis αποδείχθηκε ότι χάλασαν την διάθεση των εθελοντών.
Στόχος των σκωτσέζων επιστημόνων είναι να αναπτύξουν ένα μαθηματικό μοντέλο που να εξηγεί την ικανότητα της μουσικής να προκαλεί διαφορετικά συναισθήματα. Ετσι μπορούν να φτιάξουν προγράμματα στο κομπιούτερ τα οποία θα αναγνωρίζουν τις μουσικές εκείνες που είναι ικανές να επηρεάσουν τα συναισθήματα.
Στις ΗΠΑ επιστήμονες του Πανεπιστημίου Τεμπλ της Φιλαδέλφειας μελέτησαν τον εγκέφαλο 184 εθελοντών την ώρα που εκείνοι άκουγαν συγκεκριμένα είδη μουσικής. Διαπίστωσαν ότι κάθε μουσικό κομμάτι ή κλασικός συνθέτης είχε και διαφορετική επίδραση στην κυκλοφορία του αίματος, στη διάθεση και στις νευρικές λειτουργίες.
«Η χρήση της γλώσσας της μουσικής επάνω στον άνθρωπο επηρεάζει άμεσα όλες τις λειτουργίες του, ψυχικές ή σωματικές» υποστηρίζει η μουσικοθεραπεύτρια Σιμόνα Νιρενστάιν-Κατζ, προσθέτοντας ότι «σκοπός μας είναι να καταφέρουμε να ταιριάξουμε διάφορα είδη μουσικής επάνω σε συγκεκριμένες ψυχικές διαταραχές ώστε κατόπιν να τις θεραπεύσουμε».
Λ.χ., οι μουσικές συνθέσεις των Βιβάλντι, Πάχελμπελ, Χέντελ και Μπαχ είναι κατάλληλες για την αντιμετώπιση του στρες επειδή διαθέτουν ένα μουσικό τέμπο (το λεγόμενο και andante) όσο και ο ρυθμός της καρδιάς μας σε ηρεμία, δηλαδή 65-70 χτύπους το λεπτό. Επίσης υπάρχει και το λεγόμενο «Μozart effect» («Η επίδραση Μότσαρτ») σύμφωνα με το οποίο η σονάτα «Κ. 448 Για δύο πιάνα» του αυστριακού μουσουργού βελτιώνει την ικανότητα επεξεργασίας προβλημάτων που σχετίζονται με ανώτερες γνωστικές λειτουργίες, ελαττώνει τον απαιτούμενο χρόνο εκμάθησης, μειώνει τα λάθη κατά τη διάρκεια της εργασίας και βελτιώνει τη δημιουργικότητα και τη διαύγεια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου